surda
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surda | surdaj |
αιτιατική | surdan | surdajn |
surda (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surda | surdaj |
αιτιατική | surdan | surdajn |
surda (eo)