surfboard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsɜːfˌbɔːd/
ενικός | πληθυντικός |
surfboard | surfboards |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surfboard (en)
- ειδική αδιάβροχη σανίδα για σέρφινγκ, κατά κανόνα ξύλινη ή κατασκευασμένη από αφρώδες υλικό και ενισχυμένο πλαστικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- funboard
- jetboard
- longboard
- motorboard
- shortboard
- wakeboard
- → δείτε τις λέξεις surf και board
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- surfboard στην αγγλική Βικιπαίδεια