suzerain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό suzerain suzerains
θηλυκό suzeraine suzeraines

suzerain (fr)

  1. (ιστορία) (στην φεουδαρχία) επικυριαρχικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό suzerain suzerains
θηλυκό suzeraine suzeraines

suzerain (fr)

  1. (Γαλλία) σχετικός με την κοινότητα La Suze-sur-Sarthe του νομού Sarthe

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό suzerain suzerains
θηλυκό suzeraine suzeraines

suzerain (fr)

  1. (ιστορία) επικυρίαρχο κράτος ή ηγεμόνας που αναγνωρίζει μερική αυτονομία σε υποπολιτεία του (η αυτονομία τότε συχνά ήταν πιο περιορισμένη)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • suzerain στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια