synzyme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
synzyme | synzymes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- synzyme < συμφυρμός των synthetic + enzyme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
synzyme (en)
- (νεολογισμός, χημεία) συνθετικό, τεχνητό ένζυμο που έχει ιδιότητες καταλύτη σε χημικές αντιδράσεις
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- synzyme στην αγγλική Βικιπαίδεια
- coenzyme στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Akhilendra Pratap Bharati, «Synzyme or Synthetic Enzyme», gyansanchay.csjmu.ac.in (ιστότοπος διαδικτυακής μάθησης του Chhatrapati Shahu Ji Maharaj University της Ινδίας)· πρόσβαση: 2023-10-05.