tack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tack (en)
- η πρόκα
- η πινέζα
- η σαγή
- το ορτσάρισμα, το τακ
- η τακτική
Ρήμα[επεξεργασία]
tack (en)
- καρφιτσώνω, καρφώνω
- ορτσάρω
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
tack (sv)