tagmezo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tagmezo | tagmezoj |
αιτιατική | tagmezon | tagmezojn |
tagmezo (eo)
- το μεσημέρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tagmezo | tagmezoj |
αιτιατική | tagmezon | tagmezojn |
tagmezo (eo)