tanker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tanker | tankers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tanker (en)
- (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο, τάνκερ
- → δείτε και τον όρο oil tanker
- (στρατιωτικός όρος) o αρματιστής· η αρματίστρια
- → δείτε και τη λέξη tankman
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tanker < (άμεσο δάνειο) αγγλική tanker
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tanker (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -er (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ναυτικοί όροι (αγγλικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ναυτικοί όροι (γαλλικά)
- Αγγλισμοί (γαλλικά)