teĥnologio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- teĥnologio < teĥnologi- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teĥnologio | teĥnologioj |
αιτιατική | teĥnologion | teĥnologiojn |
teĥnologio (eo)