temptation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
temptation | temptations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
temptation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πειρασμός
- ↪ Lead us not into temptation.
- Μην εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν.
- ↪ Do you often give in to temptation?
- Υποκύπτεις συχνά στον πειρασμό;
- ↪ Lead us not into temptation.