temptation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
temptation temptations

Ετυμολογία [επεξεργασία]

temptation < tempt + -ation

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

temptation (en)

Πηγές[επεξεργασία]