tenet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tenet < (άμεσο δάνειο) λατινική tenet (αυτός κρατά, κρατάει) < teneō (κρατώ· έχω, κατέχω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tenet (en)