terkultivisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terkultivisto | terkultivistoj |
αιτιατική | terkultiviston | terkultivistojn |
terkultivisto (eo)
- ο γεωργός