thief
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
thief
thieves
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
thief
(en)
ο
κλέφτης
, η
κλέφτρα
↪
Wallets were easy prey for the experienced
thief
.
Τα πορτοφόλια ήταν εύκολη λεία για τον έμπειρο
κλέφτη
.
≈
συνώνυμα
:
robber
Πηγές
[
επεξεργασία
]
thief
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
العربية
Azərbaycanca
Brezhoneg
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
ဘာသာမန်
မြန်မာဘာသာ
Plattdüütsch
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Sunda
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文