robber
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
robber
robbers
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
robber
<
rob
+
-er
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
robber
(en)
ο
κλέφτης
/η
κλέφτρα
, ο
ληστής
⮡
The police have located the
robbers
.
Η αστυνομία εντόπισε τους
ληστές
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
thief
Πηγές
[
επεξεργασία
]
robber
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -er, για ουσιαστικό (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
Azərbaycanca
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Ido
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文