thrill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
thrill (en)
- (μεταβατικό) ενθουσιάζω, συγκινώ ευχάριστα και ξαφνικά, ηλεκτρίζω, δονώ
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να τρέμει ή να ριγά
- (αμετάβατο) ενθουσιάζομαι, συγκινούμαι, δονούμαι
- (αμετάβατο) τρέμω ή ριγώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thrill (en)