Μετάβαση στο περιεχόμενο

thrill

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
thrill thrills

thrill (en)

  1. ρίγος ή τρέμουλο που προκαλείται από συγκίνηση, έξαψη, ενθουσιασμό
  2. η αιτία ενός τέτοιου ρίγους
  3. (ιατρική) τρεμούλιασμα της καρδιάς
ενεστώτας thrill
γ΄ ενικό ενεστώτα thrills
αόριστος thrilled
παθητική μετοχή thrilled
ενεργητική μετοχή thrilling

thrill (en)

  • συναρπάζω, ενθουσιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος ή ενθουσιασμένος
      The spectacle thrilled the young and old alike.
    Το θέαμα είχε συναρπάσει μικρούς και μεγάλους.
      He was thrilled with the idea.
    Τον ενθουσίασε η ιδέα.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843. ISBN 9780194325684. , λήμμα: συναρπάζω