tier
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tier | tiers |
tier (en)
- βαθμίδα, βαθμολογική κατάταξη
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tier (af)
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
tier | tiers |
tier (en)
tier (af)