Μετάβαση στο περιεχόμενο

tier

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Tier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tier tiers

tier (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tier (af)