tier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tier | tiers |
tier (en)
- βαθμίδα, βαθμολογική κατάταξη
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tier (af)