Μετάβαση στο περιεχόμενο

torch

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
torch torches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torch (en)

  1. ο πυρσός
  2. ο φορητός ηλεκτρικός φακός
     συνώνυμα: flashlight