tourist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tourist tourists

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tourist (en)

  • ο τουρίσταςτουρίστρια, τουριστικός
    Tourists have loved Greece as a destination in the summer.
    Οι τουρίστες έχουν αγαπήσει την Ελλάδα σαν προορισμό το καλοκαίρι.
    Greece has many tourist islands.
    Η Ελλάδα έχει πολλά τουριστικά νησιά.

Πηγές[επεξεργασία]