tradicio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tradicio | tradicioj |
αιτιατική | tradicion | tradiciojn |
tradicio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tradicio | tradicioj |
αιτιατική | tradicion | tradiciojn |
tradicio (eo)