trailing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
trailing (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
trailing (en)
- ουραίος, είναι στο τέλος μιας σειράς
trailing (en)
trailing (en)