leading
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
leading (en)
- ηγετικός, που οδηγεί, που είναι μπροστά
- ηγούμενος
- κορυφαίος
- ↪ leading standards of reliability - κορυφαία πρότυπα αξιοπιστίας
- (κατʼ επέκταση) κύριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leading (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
leading (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του lead