leading
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]leading (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leading (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]leading (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του lead
Πηγές
[επεξεργασία]- leading - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 359. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηγετικός