trainwreck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trainwreck trainwrecks

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trainwreck < train + wreck

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

trainwreck (en)