transcendance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transcendance < λατινική transcendentia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃.sɑ̃.dɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transcendance | transcendances |
transcendance (fr) θηλυκό