υπερβατικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβατικότητα < υπερβατικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερβατικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του υπερβατικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβατικότητα