transmissible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transmissible < λατινική transmissum
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transmissible | transmissibles |
transmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό