transmissible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transmissible < λατινική transmissum

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
transmissible transmissibles

transmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μεταβιβάσιμος
  2. μεταδοτικός
  3. απαλλοτριώσιμος