μεταδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταδοτικός < μεταδίδω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταδοτικός
- (ασθένεια) που μπορεί να μεταδοθεί από άτομο που νοσεί σε ένα άλλο υγιές
- που εύκολα μεταδίδεται
- (πρόσωπο) που μεταδίδει εύκολα και κατανοητά τις γνώσεις του στους άλλους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδοτικός