μεταβιβάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβιβάσιμος < μεταβιβάζω + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transférable[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταβιβάσιμος
- που είναι δυνατόν να μεταβιβαστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μεταβιβάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταβιβάσιμος
- ↑ «μεταβιβάσιμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.