trapezoid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
trapezoid trapezoids

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trapezoid (en)

  1. (γεωμετρία) το τραπέζιο
  2. (μαθηματικά) (παρωχημένο) το μη κανονικό τετράπλευρο
  3. (ανατομία) μικρό οστό του καρπού, κάτω από τον αντίχειρα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]