traversier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό traversier traversiers
θηλυκό traversière traversières

traversier (fr)

  1. που διασχίζει
  2. (μουσική) (για όργανο) που παίζεται στο πλάι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traversier traversiers

traversier (fr) αρσενικό

  1. πλοίο που διασχίζει ποτάμια ή λίμνες επιτρέποντας σε πεζούς και οχήματα να περάσουν στην άλλη όχθη