Μετάβαση στο περιεχόμενο

turd

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
turd turds

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turd (en)

  1. (χυδαίο) η κουράδα
  2. (χυδαίο) ο μαλάκας, η μαλάκω