turnout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
turnout turnouts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

turnout (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η προσέλευση, η συμμετοχή, το πλήθος των ανθρώπων που έρχονται σε μια εκδήλωση ή εκλογή
    a great turnout at the polls - μεγάλη προσέλευση/συμμετοχή στην ψηφοφορία

Πηγές[επεξεργασία]