turo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- turo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turo | turoj |
αιτιατική | turon | turojn |
turo (eo)
- ο πύργος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turo | turoj |
αιτιατική | turon | turojn |
turo (eo)