ultimately
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʌl.tɪ.mɪt.lɪ/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ultimately (en)
- τελικά, σε τελευταία ανάλυση
- βασικά (δηλώνει την πιο σημαντική ενέργεια, πράξη)
Πηγές
[επεξεργασία]- Λήμμα «ultimate», στο: D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 760.