unify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
unify (en)
- (μεταβατικό) ενώνω, ενοποιώ
- (αμετάβατο) γίνομαι ένα, ενώνομαι, ενοποιούμαι