unuafoja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unuafoja < unua + foja

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική unuafoja unuafojaj
αιτιατική unuafojan unuafojajn

unuafoja (eo)

  • που συμβαίνει για πρώτη φορά
ŝi fariĝas la unuafoja ministrino pri Defendo
έγινε η πρώτη γυναίκα υπουργός Εθνικής Άμυνας