unwieldy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unwieldy |
συγκριτικός | unwieldier |
υπερθετικός | unwieldiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌʌnˈwɪəldɪ/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]unwieldy (en)
- δύσχρηστος, δύσκολος στο χειρισμό του λόγω μεγέθους, βάρους, σχήματος ή συνθετότητας (π.χ. κακοσχεδιασμένος)
- (παρωχημένο) αδύναμος
- (παρωχημένο) άχαρος στην κίνηση
- που τον έχουν χειριστεί με άσχημο τρόπο