utensil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
- utensil < παλαιά γαλλική utensile < λατινική utensilis (χρήσιμος) < uti (χρησιμοποιώ) → δείτε και τη λέξη use
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /juˈtɛn.səl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
utensil (en)
- το σκεύος