uzanto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzanto | uzantoj |
αιτιατική | uzanton | uzantojn |
uzanto (eo)
- ο χρήστης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzanto | uzantoj |
αιτιατική | uzanton | uzantojn |
uzanto (eo)