verger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verger < verge

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verger (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verger vergers

verger (fr) αρσενικό

  1. το περιβόλι
  2. ο οπωρώνας