verrière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

verrière < verre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
verrière verrières

verrière (fr) θηλυκό

  1. μεγάλος γυάλινος τοίχος ή οροφή
  2. μεγάλο άνοιγμα κοσμημένο με βιτρό
  3. η καμπίνα ενός πιλότου

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη verre