versatility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- versatility < versatile
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]versatility (en)
- το να είναι κανείς πολύπλευρος, να έχει πολλά ταλέντα σε διάφορους τομείς
- προσαρμοστικότητα, ευελιξία