viager

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό viager viagers
θηλυκό viagère viagères

viager (fr)

  1. που διαρκεί μέχρι τον θάνατο κάποιου, για όλη του τη ζωή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
viager viagers

viager (fr) αρσενικό

  1. αποδοχές μιας πώλησης που δίνει την επικαρπία ενός αντικειμένου για όλη τη διάρκεια της ζωής αυτού που το πουλάει