viager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viager | viagers |
θηλυκό | viagère | viagères |
viager (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
viager | viagers |
viager (fr) αρσενικό
- αποδοχές μιας πώλησης που δίνει την επικαρπία ενός αντικειμένου για όλη τη διάρκεια της ζωής αυτού που το πουλάει