Μετάβαση στο περιεχόμενο

viewer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
viewer viewers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
viewer < view + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

viewer (en)

  • ο τηλεθεατήςτηλεθεάτρια, άνθρωπος που παρακολουθεί τηλεόραση ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο
      Too many ads wear out the viewer.
    Οι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή.