viewer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
viewer | viewers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]viewer (en)
- ο τηλεθεατής/η τηλεθεάτρια, άνθρωπος που παρακολουθεί τηλεόραση ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο
- ↪ Too many ads wear out the viewer.
- Οι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή.
- ↪ Too many ads wear out the viewer.