violate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας violate
γ΄ ενικό ενεστώτα violates
αόριστος violated
παθητική μετοχή violated
ενεργητική μετοχή violating

violate (en)

  • (επίσημο) παραβιάζω κανόνες, συμφωνίες κλπ
    ⮡  The law was blatantly violated.
    Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]