Μετάβαση στο περιεχόμενο

vivacity

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vivacity < vivacious + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vivacity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηρότητα, να έχω ζωή και ενέργεια
      His movements, his look, and the way he spoke had an impressive vivacity for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
      The vivacity of the colors of a painting.
    H ζωηρότητα των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.
      His presence gave a bit of vivacity to the house.
    Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη liveliness