vocal cord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vocal cord | vocal cords |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
vocal cord (en)
ενικός | πληθυντικός |
vocal cord | vocal cords |
vocal cord (en)