Μετάβαση στο περιεχόμενο

voisement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voisement < voisé

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vwaz.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voisement voisements

voisement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]