voisement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- voisement < voisé
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voisement | voisements |
voisement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
voisement | voisements |
voisement (fr) αρσενικό