voisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- voisé < voix
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voisé | voisés |
θηλυκό | voisée | voisées |
voisé (fr)
- χαρακτηριστικός της ταλάντευσης των φωνητικών χορδών