vortaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vortaro | vortaroj |
αιτιατική | vortaron | vortarojn |
vortaro (eo)
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vortaro (io)