voyant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voyant voyants

voyant (fr) αρσενικό

  1. ο μάντης, ο προφήτης
  2. το φωτάκι

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό voyant voyants
θηλυκό voyante voyantes

voyant (fr)