Μετάβαση στο περιεχόμενο

vulture

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vulture vultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vulture (en)

  • (πτηνό) o γύπας, το όρνιο
      The vultures are cawing over the carcass.
    Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.