vulture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vulture | vultures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vulture (en)
- (πτηνό) o γύπας, το όρνιο
- ↪ The vultures are cawing over the carcass.
- Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.
- ↪ The vultures are cawing over the carcass.